- λούρα
- η1) большой ремень; 2) прут
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λούρα — η (λ. λατ.), βέργα: Το άλογο άρχισε να τρέχει μόλις το χτύπησε με τη λούρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λούρα — η 1. μεγάλο λουρί 2. λεπτός και ευθύς βλαστός δένδρου ή θάμνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λουρί + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α, μπουκάλ α)] … Dictionary of Greek